πισώκωλα

πισώκωλα
επίρρ. τοπ., οπισθοχωρώντας με τα νώτα, πηγαίνοντας πίσω πίσω: Το αυτοκίνητο ήρθε πισώκωλα και ακούμπησε στην πόρτα της αποθήκης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πισώκωλα — και πισόκωλα Ν επίρρ. 1. με τα νώτα 2. από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + κώλος + επιρρμ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • παλιμπυγηδόν — (Α) επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)] …   Dictionary of Greek

  • πισόκωλα — Ν επίρρ. (δ. γρφ.) βλ. πισώκωλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”